Νοβίτσκι και Γουέιντ στον επίλογο μιας ολόκληρης γενιάς
Την περασμένη εβδομάδα οι Ντουέιν Γουέιντ και Ντιρκ Νοβίτσκι έπαιξαν το τελευταίο παιχνίδι στην καριέρα τους ως μπασκετμπολίστες του ΝΒΑ. Και οι δύο πρωταθλητές, και οι δύο ηγέτες των ομάδων τους, ενώ υπήρξαν και αντίπαλοι στους τελικούς ΝΒΑ του 2010-11. Εν τέλει η μοίρα τους φέρνει να αποχωρούν και μαζί σε ηλικία 37 και 41 ετών αντίστοιχα.
Παού Γκασόλ, Τόνι Πάρκερ και Ραζον Ρόντο είναι οι τελευταίοι που μένουν πίσω. Οι τελευταίοι που μένουν να μας θυμίζουν το μπάσκετ της προηγούμενης δεκαετίας, το μπάσκετ στο οποίο διακρίθηκαν. Ο πρώτος μαζί με τον Κόμπε, ο δεύτερος μαζί με τους Ντάνκαν-Τζινόμπιλι και ο τρίτος μαζί με τους Πιρς-Γκαρνέτ-Άλεν. Τι είχαν κοινό όλοι αυτοί; Έγιναν πρωταγωνιστές και πρωταθλητές στις ομάδες τους.
Ανήκαν σε αυτούς που τράβηξαν το κουπί για τη βάρκα κι όχι σε αυτούς που τραβήχτηκαν στο ρέμα, χωρίς να ξέρουν που πάνε. Το κυριότερο όμως είναι ότι το έκαναν σε μια περίοδο που το μπάσκετ παιζόταν διαφορετικά, με το σουτ μέσης απόστασης να μεσουρανεί, με άμυνες πιο σκληρές σε ένα ΝΒΑ διαφορετικό. Διαφορετικό τόσο στο πως παιζόταν, όσο και στους πρωταγωνιστές που είχε.
Πρωταγωνιστές μιας άλλης δεκαετίας
Ο Γουέιντ πριν κατακτήσει τα δύο πρωταθλήματα δίπλα στο Λεμπρόν κατέκτησε κι ένα δίπλα στον Σακίλ(2006). Καλώς ή κακώς, τα καλύτερα χρόνια του, αυτά στα οποία βγήκε το παρατσούκλι «Φλας» ήταν μέχρι και το 2011. Τότε είχε ήδη ένα πρωτάθλημα, έναν τίτλο Πολυτιμότερου Παίκτη τελικών (2006), πολλαπλές συμμετοχές στις καλύτερες πεντάδες του ΝΒΑ, τίτλο πρώτου σκόρερ στο ΝΒΑ κ.ά. Την περίοδο που ο Λεμπρόν πήγε στο Μαϊάμι, ήταν καιρός στην καριέρα του Γουέιντ για να αφήσει σε άλλον τα κλειδιά της ομάδας, πράγμα που κατάλαβε γρήγορα. Τόσο γιατί είχε έναν ηγέτη δίπλα του, όσο και γιατί ο ίδιος δεν μπορούσε να αποδώσει όπως θα έπρεπε για τη θέση του. Αυτό που ωστόσο δεν άλλαξε, ήταν ο τρόπος που έπαιζε.
Ο Ντιρκ από την άλλη ήταν παίκτης διαφορετικής κοπής από τους συνηθισμένους. Ψηλός και λεπτός. Δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στο παιχνίδι λόγω σωματότυπου, ωστόσο μέσα από την όρεξή του για δουλειά βρήκε το δρόμο του. Σήμερα είναι ίσως ο νούμερο ένα παίκτης που μας έρχεται στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε την κίνηση «φειντ-αγουέι», μια κίνηση που τον έκανε αμαρκάριστο, που άφηνε τους αντιπάλους στο έλεος της ευστοχίας του. Μια κίνηση με την οποία συνδέθηκε όσο κανείς. Έφτασε την απόδοση και το σουτ του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει συνεχόμενες παρουσίες στις καλύτερες πεντάδες του ΝΒΑ από το 2002 έως και το 2012.
Αποκορύφωμα στην καριέρα του αποτελεί φυσικά το πρωτάθλημα του 2011, στο οποίο βγήκε και Πολυτιμότερος Παίκτης των Τελικών. Εκείνη τη σεζόν που μαζί με τους Κιντ και Τέρι, πήραν από το χέρι τους Μάβερικς και τους οδήγησαν στην κατάκτηση ενός στόχου που μέχρι τότε φαινόταν ακατόρθωτος. Η κορυφή της Δυτικής περιφέρειας άλλωστε, από το 1999 ακόμη, ήταν κατειλημμένη είτε από τους Λέικερς, είτε από τους Σπερς σχεδόν κάθε χρόνο.
Πέραν των άλλων, Νοβίτσκι και Γουέιντ (με εξαίρεση της διετίας 2016-18 για τον δεύτερο) υπήρξαν από τους λίγους παίκτες που έμειναν πιστοί στις ομάδες τους, κέρδισαν με αυτές, διακρίθηκαν και στο τέλος έγιναν σύμβολά τους. Δεν υπάρχει περίπτωση σε λίγα χρόνια, όταν αναφερόμαστε στους Μάβερικς να μη σκεφτόμαστε τη φιγούρα του Ντιρκ και τη λάμψη που έφερε με το χαρακτήρα και τη συνέπειά του. Αντίστοιχα η ιστορία των Χιτ φαίνεται ανύπαρκτη αν βγάλεις τον «Φλας» απ΄την εξίσωσή τους. Και όλα αυτά παίρνουν ακόμη πιο ιδιαίτερη σημασία όταν κάποιος τα συγκρίνει με το σήμερα και τις μετακινήσεις παικτών στο βωμό της κατάκτησης ενός πρωταθλήματος.
Η μετάβαση
Ο λόγος που κάνω αυτή την ιστορική αναδρομή είναι προκειμένου ο αναγνώστης να θυμηθεί ή και να επιστρέψει σε εκείνη την περίοδο, γιατί πλέον έχει φύγει οριστικά. Η μετάβαση του Λεμπρόν στους Χιτ σηματοδοτούσε παράλληλα και την εξέλιξη του παιχνιδιού, έστω κι αν τότε δεν ήταν εύκολα αντιληπτό. Τη διετία 2011-13 το Μαϊάμι εισήγαγε (έπειτα από χρόνια) ξανά την έννοια του σμολ μπολ στη ζωή μας, τακτική που τελευταία φορά είχε χρησιμοποιηθεί αποδοτικά στους Σανς επί Ντ’Αντόνι (2004-06) με παίκτες όπως ο Νας, Στανταμάιρ και Σον Μάριον. Μια τακτική που επιβραβεύει την ομάδα με καλούς πόιντ γκαρντ και σουτέρ τριπόντων. Στη συνέχεια ήρθαν οι Γουόριορς με τους Κάρι και Τόμπσον, οι οποίοι εξέλιξαν έτι περεταίρω αυτή τη συνταγή και σήμερα, για να διεκδικήσει κάποιος τον τίτλο, δεν υπάρχει δεύτερος δρόμος. Σήμερα πρώτοι υποψήφιοι για τον τίτλο είναι ακόμα οι Γουόριορς, πρώτοι στην Ανατολή βγήκαν οι Μπακς που στο ρόστερ τους έχουν ένα υπερόπλο ονόματι Αντετοκούμπο και αρκετούς σουτέρ δίπλα του, ενώ υποψήφιος για πολυτιμότερος παίκτης, εκτός του Γιάννη, είναι μια επιθετική μηχανή που λέγεται Χάρντεν, σε μία κατεξοχήν ομάδα τριπόντων.
Για να επιστρέψουμε όμως, ο επίμονος αναγνώστης θα θυμηθεί τη χρονιά 2013-14, τότε που πρωταθλητές αναδείχθηκαν οι Σπερς. Ακόμη και τότε όμως, στην ομάδα του μεγάλου Γκρεγκ Πόποβιτς, που φημίζεται για το θελκτικό μπάσκετ και τον «ευρωπαϊκό» τρόπο παιχνιδιού του, ο πρωταγωνιστής ήταν διαφορετικός. Γιατί το παιχνίδι πλέον ήταν διαφορετικό. Οι αποστάσεις μεταξύ παικτών στο παρκέ είχαν ήδη μεγαλώσει, ο εξωπραγματικός Λεμπρόν ήταν η κινητήρια αντίπαλη δύναμη και έτσι οι Ντάνκαν-Τζινόμπιλι-Πάρκερ δεν ήταν αρκετοί. Για να γίνει το βήμα παραπάνω για τον τίτλο, χρειαζόταν κάτι νέο, κάτι διαφορετικό.
Με λίγα λόγια ο εξίσου εκπληκτικός Λέοναρντ. Ένας παίκτης που έπαιξε καλή άμυνα άμυνα, σκόραρε με υψηλά ποσοστά, πήρε ριμπάουντ και μπλόκαρε με συνέπεια. Και ήταν μόλις στην τρίτη χρονιά του στο ΝΒΑ, η οποία συνέπεσε με όσα καταγράψαμε. Με λίγα λόγια, η νέα εποχή είχε έλθει ακόμα και για τους Σπερς, που πλέον διέθεταν στο ρόστερ τους και καθαρούς σουτέρ όπως οι Μπελινέλι και Γκριν.
Επίλογος
Όλα αυτά δεν τα αναφέρουμε για να ξαναπούμε πράγματα που είναι ήδη γνωστά, αλλά για να τονίσουμε κάτι που μπορεί να μας ξεφεύγει. Ο Γκασόλ, ο Πάρκερ και ο Ρόντο είναι οι τελευταίοι που μένουν σήμερα για να θυμίζουν μία άλλη εποχή. Βέβαια ο πρώτος ταλαιπωρείται από συνεχείς τραυματισμούς, ο δεύτερος στην ομάδα της Σαρλότ πλέον διανύει μια ήσυχη περίοδο πριν την αποχώρηση, ενώ ο Ρόντο στα 33 του έχει ακόμη πράγματα να δώσει, ωστόσο το πρωτάθλημα του 2008 με τους Σέλτικς είναι πλέον μακρινό.
Σίγουρα Νοβίτσκι και Γουέιντ έπαιξαν και διακρίθηκαν σε μία άλλη εποχή. Με την αποχώρησή τους συμπληρώνουν τον επίλογο, γράφουν λίγες από τις τελευταίες σελίδες εκείνου του βιβλίου, της ιστορίας που συνόδευσε το μπάσκετ της προηγούμενης δεκαετίας. Ένα μπάσκετ διαφορετικό απ΄το σημερινό και για κάποιους, ομορφότερο. Το άθλημα άλλωστε εξελίσσεται διαχρονικά και αυτό μέχρι και ο «αιρετικός» Πόποβιτς πλέον το αναγνωρίζει. Είναι άσχημο λοιπόν το μπάσκετ σήμερα; Κάθε άλλο. Απλός το παλιό.. ήταν αλλιώς.