Δημήτρης Κοκολάκης: Ο Κρητικός γίγαντας του μπάσκετ!

09:25 | 04/11/2018

Ο Δημήτρης Κοκολάκης, ένας θρυλικός «γίγαντας» του ελληνικού μπάσκετ.

Ο Κρητικός «γίγαντας» μιλάει στο CRETAlive και τον Αντώνη Παντινάκη σε μια μοναδική συνέντευξη.

Ο «λεπτός» ήχος ενός (εν κινήσει) ποδηλάτου καταφέρνει και διαπερνά τα σοκάκια στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου. Μπλέκεται αστραπιαία με την οχλοβοή που επικρατεί στα στενά τα οποία βγάζουν στη Σοχώρα. Επάνω στο δίτροχο είναι μία πελώρια μορφή, που καλύπτει... (μέχρι και) τη σκιά της. Είναι τόσο επιβλητική, που εμποδίζει ακόμα και τις ακτίνες του ήλιου να πέσουν στο έδαφος, ώστε να «ρουφήξουν» λίγη απ' την υγρασία που ταλαιπωρεί το πλακόστρωτο και τα κλασικά και διατηρημένα κτίσματα.

Οι παλιοί τον (ανα)γνωρίζουν αμέσως και τον υποδέχονται θερμά, με το υποκοριστικό του: «Γεια σου Τάκη!». Τον αισθάνονται δικό τους άνθρωπο. Είναι κιόλας! Έτσι γίνεται πάντα με τους μεγάλους αθλητές. Ειδικά με όσους προέρχονται από τον τόπο μας. Εκείνος θα τους χαιρετήσει όλους ξεχωριστά και θα συνεχίσει την πορεία του...

Απ' τις νεότερες γενιές, ίσως γίνει αντιληπτός απ' τους φανατικούς της σειράς «Της Ελλάδος τα παιδιά». Απ' το ξεκαρδιστικό επεισόδιο «Είμαστε πια πρωταθλητές» έχουν περάσει πολλά χρόνια, σχεδόν 25. Τα μισά από αυτά που έζησε ο ίδιος στην Αθήνα, πριν πάρει τον δρόμο του επαναπατρισμού...

Ο Δημήτρης Κοκολάκης κάποτε έκανε περήφανους όλους τους συντοπίτες του, κερδίζοντας πρωταθλήματα Ελλάδας (τα περισσότερα που έχει κατακτήσει καλαθοσφαιριστής στη μεγάλη κατηγορία!), Κύπελλα και χρυσές διακρίσεις με την Εθνική. 

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια επέστρεψε εκεί απ' όπου ξεκίνησε: Στη γενέθλια γη! Στο Ρέθυμνο απολαμβάνει τα προνόμια που του προσφέρει μια επαρχιακή πόλη: Έχει μια ήρεμη ζωή, επισκέπτεται το χωριό του, τα Φραντζεσκιανά Μετόχια , κάνει τα μπάνια του στις νότιες παραλίες του νομού και καμιά φορά ξεδιψά πίνοντας νερό απ' τις κεφαλοβρύσες του Σπηλίου!

Συχνά, επικοινωνεί και με παλιούς του συμπαίκτες, με τους οποίους αναπολούν τις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος, σχολιάζοντας το «σήμερα» και το «αύριο» του ελληνικού μπάσκετ.

Με τον ίδιο δυναμισμό που «κάρφωνε» τη μπάλα στα αντίπαλα καλάθια, ο Δημήτρης Κοκολάκης έκανε τον απολογισμό της (μπασκετικής κι όχι μόνο) ζωής του στο Cretalive, δίνοντάς μας μια εικόνα απ' την καθημερινότητά του, εκεί στη γειτονιά του, αλλά και φέρνοντας στο φως ανέκδοτες ιστορίες της καριέρας του...

κοκολακης-2.jpg#asset:47698


Μέρος πρώτο: Το παρόν με το παρελθόν. Η παλιννόστηση και η... φυγή από το Ρέθυμνο, ο Παναθηναϊκός, το παράλληλο επάγγελμα,  το ανεκπλήρωτο ''american dream'', η μεταγραφή στον Άρη, το επεισοδιακό διαζύγιο και το φινάλε στον Ηλυσιακό...


Με ποδήλατο κινείστε; 

Ε, ναι πώς αλλιώς να κινηθείς στην παλιά πόλη; Με αυτοκίνητο;

Πόσα χρόνια έχει που είστε πάλι μόνιμα εδώ;

Τέσσερα περίπου

Στην Αθήνα πόσα χρόνια ζούσατε;

Γύρω στα 50!

Τι σας έκανε να επιστρέψετε;

Η επιλογή του επαναπατρισμού ήρθε μετά την αναγκαστική προσγείωση της κρίσης. Μας έκοψαν τους μισθούς και τότε αποφασίσαμε με την γυναίκα μου ότι δεν μπορούμε να κρατάμε δύο σπίτια! Δεν έβγαιναν τα λεφτά. Στην Πεντέλη όπου έμενα ήθελα πέντε τόνους πετρέλαιο τον χρόνο και 100 ευρώ βενζίνη, το λιγότερο, την εβδομάδα, διότι οι αποστάσεις είναι μεγάλες. Διαλέξαμε λοιπόν  με τη σύζυγο τη λύση του Ρεθύμνου! 

Υπάρχει σύγκριση μεταξύ των δύο πόλεων;

Καμία σχέση! Η ποιότητα ζωής του Ρεθύμνου, δεν έχει καμία σχέση με αυτή της Αθήνας. Καταρχάς, είναι ευτυχές το ότι εδώ είναι όλα... δίπλα και κάνεις τις δουλειές σου σε πέντε λεπτά! Η πόλη είναι πιο ανθρώπινη και όπως είδες εγώ κυκλοφορώ με το ποδήλατο! Το αυτοκίνητο το χρησιμοποιώ μόνο στις μεγάλες αποστάσεις.

Ο (παρ' ολίγον) πιανίστας που έγινε... μπασκετμπολίστας!

Ο Δημήτρης Κοκολάκης αν δεν ήταν αθλητής, θα ήταν μάλλον... μουσικός! Αν και ανιψιός του Ανδρέα Ροδινού, «σίγουρα δεν θα έπαιζα λύρα, αλλά πιάνο»!

Έχουμε δει πολλούς μπασκετμπολίστες να ασχολούνται με το πιάνο...

Δεν είναι θέμα μπασκετμπολίστα. Είναι θέμα ανθρώπου. Αν σου αρέσει κάτι, δουλέψεις πολύ και θες να προχωρήσεις με αυτό στη ζωή σου μπορείς να φτάσεις ψηλά. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. 

Και το μπάσκετ πώς προέκυψε;

Ήμουν 20 χρονών κι είχα πάει φαντάρος. Εκεί με είδαν και με... άρπαξαν!

Η πρώτη σας επαφή με το άθλημα, πότε ήταν;

Ήταν τότε, όταν ήμουν 20 χρονών

Αγαπούσατε το μπάσκετ;

Το αγάπησα στην πορεία. Είδα τους ανθρώπους, είδα τα ενδιαφέροντα πράγματα που υπήρχαν στο άθλημα. Είδα ότι μπορώ να προσφέρω γιατί είχα τα σωματικά προσόντα κι αυτό με έσπρωξε να δεθώ με το μπάσκετ!

Εξελιχθήκατε πάντως γρήγορα...

Δεν βιάστηκα να πάω να παίξω σε ομάδα αμέσως. Έκανα μια προεργασία πέντε χρόνων, μέχρι τα 25 δηλαδή. Γυμναζόμουν σκληρά, δέκα ώρες την ημέρα, δέκα διαφορετικά σπορ! Διότι το μπάσκετ δεν είναι μόνο να είσαι ψηλός και να μπορείς να βάλεις τη μπάλα στο καλάθι. Είναι πώς θα το κατορθώσεις να φτάσεις στο καλάθι.  Ήμουν ύψους 2,15, αγύμναστος και έπρεπε να φτιάξω το σώμα μου. Όλα γίνονται σκαλοπάτια -σκαλοπάτια, δεν μπορεί να  γίνουν όλα αμέσως κι όλα ένα...

Πρότυπο δεν είχε. Ωστόσο, «έτυχε να έχω έναν συμπαίκτη στον Παναθηναϊκό, τον Ανδρέα τον Χαϊκάλη, που πίστεψε σε μένα κι αυτός μου έδωσε τα πρώτα στοιχεία, τα πρώτα φώτα. Με βοήθησε για να προχωρήσω. Γιατί πιστεύω ότι αν ήμουν σε μια άλλη ομάδα δεν θα προχωρούσα»...

Αντιμετωπίσατε ποτέ κάποιο πρόβλημα με το ύψος σας; Π.χ μερικοί συνάδελφοί σας, ιδιαίτερα οι πιο νεαροί, διαμαρτύρονται κατά καιρούς ότι δεν τους χωράνε τα κρεβάτια των ξενοδοχείων...

Τέτοιο πρόβλημα δεν είχα εγώ. Ξαπλώναμε διαγώνια, σε διπλό κρεβάτι και κάναμε μια χαρά ύπνο. Στο σχολείο μόνο υπήρχαν διάφορα πειράγματα από άλλα παιδιά. Τους φαινόταν περίεργο που ήμουν τόσο πιο ψηλός από αυτούς...

Παναθηναϊκός: Επιλογή...καρδιάς!

Τον καιρό που υπηρετούσε ακόμη την στρατιωτική του θητεία, δύο αξιωματικοί του τσακώνονταν... για το ποιος θα τον πάρει στην ομάδα του! «Ο ένας ήταν Παναθηναϊκός και ο άλλος Ολυμπιακός. Είχαν λοιπόν διένεξη»! 

Η μάχη των «αιωνίων» είχε «πράσινο» νικητή: «Είχα δώσει το λόγο μου στον Παναθηναϊκό και δεν μπορούσα να τον αθετήσω». Σημαντικό ρόλο στην επιλογή του έπαιξε το γεγονός ότι «είχα αισθήματα για αυτή την ομάδα». Εξίσου καταλυτική ήταν οι στάση των ανθρώπων του συλλόγου: «Ήταν σωστοί μαζί μου, ξεκάθαροι. Είχαν τη διάθεση να με βοηθήσουν, αφού φυσικά τους βοηθούσα κι εγώ. Τους έδειξα κι εγώ σημάδια ότι μπορώ να προσφέρω» 

Με το «τριφύλλι» στο στήθος, ο Κρητικός σέντερ «σάρωσε» τους τίτλους! Αναδείχθηκε εννέα φορές πρωταθλητής Ελλάδος (1971 , 1972, 1973, 1974, 1975, 1977, 1980, 1981, 1982), κι άλλες τρεις Κυπελλούχος (1979, 1982, 1983)

Ο παίκτης με τον οποίο συνεννοούνταν με «κλειστά μάτια» μέσα στον γήπεδο ήταν ο Απόστολος Κόντος : «Ήμασταν πολύ δεμένοι. Ήμασταν μαζί και στον Παναθηναϊκό, και στην Αστυνομία, και στην Εθνική και στην Ενόπλων! Ο Κόντος ήταν γκαρντ, εγώ σέντερ. Ήμουν ο παίκτης που του έκανα σκριν, γιατί ήταν πολύ καλός σουτέρ κι έπρεπε να βγει ελεύθερος για να σουτάρει».

Όλα αυτά «συνιστούσαν μια δεμένη ομάδα. Κι αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Είχαμε την τύχη να έχουμε πολύ καλούς παίκτες, χωρίς να έχουμε αξιόλογες απολαβές. Ξεκίνησα με 1.000 δραχμές μισθό, όσα έπαιρνε δηλαδή ένας υπάλληλος. Δηλαδή για να κάνουμε μία αντιστοιχία σήμερα, περίπου 1.000 ευρώ». 

Κοκολάκης - Κόντος, σαν να λέμε Μπατίστ - Διαμαντίδης. Ο παλαίμαχος καλαθοσφαιριστής θέλησε να μας... διορθώσει, πηγαίνοντάς μας παραδόξως πιο... ποδοσφαιρικά: «Δομάζος - Αντωνιάδης καλύτερα!».

35 χρόνια στην αστυνομία

Με το που τελείωναν οι αγώνες και οι προπονήσεις, ο Δημήτρης Κοκολάκης έβγαζε τη στολή του Παναθηναϊκού για να φορέσει μία άλλη: « Τότε όταν ήσουν διεθνής και διπλωματούχος σου έδιναν μία θέση στην αστυνομία, στο λιμενικό, στην πυροσβεστική ή στην χωροφυλακή. Έπρεπε να δείξω ότι έχω περγαμηνές και προοπτικές. Δεν μπορείς να λάβεις ευεργετήματα χωρίς να προσφέρεις. Μπήκα λοιπόν 24 χρονών στην αστυνομία κι έμεινα εκεί 35 χρόνια, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκα!».

«Τον ψηλό αυτόν τον θέλω στην ομάδα μου, αυτός ο παίκτης μπορεί να παίξει NBA»!

Στις μέρες μας, ένας καλαθοσφαιριστής με τα δικά του προσόντα σίγουρα θα δοκίμαζε την τύχη του στο «μαγικό κόσμο» του NBA. Στην δική του περίπτωση, η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, όμως ο ίδιος προτίμησε τη σιγουριά της Ελλάδας...

«Θα σου πω ακριβώς τι έγινε. Όταν πήγαμε το 1980 να παίξουμε στην Αμερική με την Εθνική ομάδα, ο προπονητής της εθνικής Αμερικής ήταν προπονητής και στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ. Μετά το τέλος του αγώνα που παίξαμε, πλησίασε τον Γιατζόγλου που μιλούσε πολύ καλά τα αμερικάνικα, και του είπε ''τον ψηλό αυτόν τον θέλω στην ομάδα μου. Του δίνω μία υποτροφία τέσσερα χρόνια με προοπτική για το NBA. Γιατί αυτός ο παίκτης μπορεί να παίξει NBA''.

 Το κουβέντιασα το θέμα. Ήρθε ο προπονητής και με πήρε από τη Νέα Υόρκη, γιατί είναι περίπου δύο ώρες η Νέα Υόρκη από το Κονέκτικατ. Πήγαμε με το αυτοκίνητό του στο Πανεπιστήμιο, μου έδειξε πως είναι οι χώροι - το δωμάτιο που θα μένω, το εστιατόριο, το γήπεδο. Γνωρίστηκα με την ελληνική κοινότητα της περιοχής, απ' την οποία με πλησίασαν και μου είπαν ότι θέλουν να γίνω μέλος της κοινότητάς τους, διότι τους λείπει ένα ελληνικό πρότυπο, ένας αθλητής που δεν υπάρχει στην περιοχή αυτή. Τα συμφωνήσαμε όλα. Έμεινα δύο μέρες εκεί και την τρίτη γύρισα στην Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι εγώ θα έρθω εδώ, να κανονίσω τις δουλειές μου, να μιλήσω με τους αξιωματικούς μου στην Αστυνομία κι αν μπορεί να γίνει εφικτό, όχι να παραιτηθώ, να μπορώ να διατηρήσω τη θέση μου στην αστυνομία και παράλληλα να είμαι στο Πανεπιστήμιο εκεί. Αυτό όμως δεν ήταν εφικτό. Έπρεπε να διαλέξω, ή το ένα ή το άλλο.

Γύρισα εδώ, έβαλα τα πράγματα κάτω κι όπως ξέρεις, επειδή τα πράγματα στον αθλητισμό είναι πολύ εύθραυστα, από τη μία στιγμή στην άλλη μπορείς να βγεις απ' έξω, χωρίς να το καταλάβεις.  Με έναν τραυματισμό, με μια αναποδιά. Σκέφτηκα επομένως ώριμα: Καλύτερα πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι. 

Ήταν μεγάλο ρίσκο. Δεν ήθελα να ρισκάρω την καριέρα μου και τη ζωή μου. Αν κάτι πήγαινε στραβά, τι δουλειά θα έκανα μετά, έχοντας παραιτηθεί από την αστυνομία;»

Στρωμένα... εκατομμύρια

Το όνειρο της Αμερικής έμεινε ανεκπλήρωτο. Τους λόγους τους εξήγησε. Ο μεγάλος και λαμπρός του κύκλος στον Παναθηναϊκό κλείνει το 1983. 

Ο Άρης που τον «πολιορκούσε» για χρόνια του... χτυπά την πόρτα και (επιτέλους) τον κάνει δικό του. Η σκηνή της υπογραφής του συμβολαίου του με τους «κίτρινους» θυμίζει«αρπαγή», απαγωγή... και «ζωντανεύει» ακόμη και τώρα μπροστά στα μάτια του:  «Ήμασταν στα Γιάννενα. Είχαμε πάει εκεί για να παίξουμε στρατιωτικό πρωτάθλημα. Προπονητής στον Παναθηναϊκό ήταν ο Κυρίτσης, ο οποίος ήταν προπονητής και στην αστυνομία που ήμουν εγώ. Τρεις η ώρα τα ξημερώματα, χτυπάει η πόρτα του δωματίου μου στο ξενοδοχείο. Ήταν άνθρωποι του Άρη με μια βαλίτσα λεφτά, η οποία περιείχε 2.700.000! Φαντάσου από ένα χιλιάρικο μισθό στα 2.700.000. Μου τα πέταξαν πάνω στο κρεβάτι και μου είπαν, υπέγραψε. Μεταξύ των ανθρώπων που ήρθαν ήταν κι ένας φωτογράφος. Μέσα στο αυτοκίνητο με το οποίο ήρθαν είχαν άλλα 500 χιλιάρικα, για να μου τα προσφέρουν σε περίπτωση που εγώ έλεγα ότι είναι λίγο το αρχικό ποσό, και δεν δεχόμουν». Το δέλεαρ ήταν... μεγάλο. Ο Άρης έχτιζε την αυτοκρατορία του και ήθελε... την κολόνα του, τον ψηλό που θα έπαιρνε στις πλάτες του την ομάδα! Τα λεφτά ήταν πάρα πολλά και αληθινά, και καθώς ο νόμος του το επέτρεπε ο πανύψηλος καλαθοσφαιριστής άφησε την Αθήνα για τη Θεσσαλονίκη.

Όταν άρχισαν τα προβλήματα...

«Τον πρώτο καιρό έμενα στο σπίτι του Νίκου του Φιλίππου. Αυτός ήρθε και με παρέλαβε από το αεροδρόμιο, μόλις έφτασα», θα θυμηθεί... 

Δική του στέγη βρήκε. Ηρεμία; 

«Το πρώτο χρόνο δεν μου είχαν πληρώσει τα ενοίκια, ως όφειλαν! Κομμένο το νερό, κομμένο το τηλέφωνο, κομμένο το ρεύμα. Δεν αναλάμβαναν τις ευθύνες τους! Είχα προβλήματα. Κατόπιν φασαρίας που γινόταν, από την ομάδα κατάλαβαν ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το πράγμα και άρχισαν να διορθώνουν τα λάθη τους. Μετά δεν είχα προβλήματα». 

Σαν να μην έφταναν τα υπόλοιπα, «δημιουργήθηκαν και αρρυθμίες! Όταν φεύγεις από μία ομάδα και πας σε μία άλλη, επωμιζόμενος ένα πολύ μεγάλο βάρος, αυτό είναι επιπρόσθετο άγχος. Κι έτσι αναγκάστηκα να ξαναπάω στην Αμερική, στον πρώτο ξάδερφο του αντιπροέδρου του Άρη, που ήταν καθηγητής καρδιολογίας να μου κάνει ένα γενικό τσεκ απ. Κι εφόσον με καθησύχασε ο ίδιος, ξαναγύρισα στην ομάδα». 

Με τον Άρη είχε υπογράψει για δύο χρόνια. «Η συνεργασία μας ολοκληρωνόταν. Είχα σκοπό να σταματήσω. Ήμουν 38 χρονών. Με έπιασε τότε ο Ιωαννίδης και με παρακάλεσε  να μείνω άλλη μία χρονιά. ''Μείνε να μας βοηθήσεις'', μου είπε». 

Γιατί ήθελε τόσο πολύ να μείνετε;

Επειδή τότε είχε προβλήματα με τον Μισούνοφ, ένα παίκτη από τα Σκόπια 2.15 στο ύψος, που ήταν μισός Έλληνας και μισός Σκοπιανός. Ήθελαν να τον κάνουν Έλληνα, αλλά υπήρχε πρόβλημα με το Υπουργείο Εξωτερικών. Η μεταγραφή δεν μπορούσε να γίνει αν δεν γινόταν Έλληνας. Και ήθελαν να έχουν και εμένα στο ρόστερ

Και τελικά μείνατε...

Γύρισα και απάντησα στον Ιωαννίδη: «Δώσε μου τα παλιά λεφτά που μου χρωστάς και θα συνεχίσω». Τελικά, πήρα τα παλιά χρωστούμενα όμως δεν πήρα δεκάρα από το συμβόλαιο της τελευταίας χρονιάς! Έφυγα απλήρωτος! Έφαγα φέσι 5 εκατομμύρια!

Και τι κάνατε;

Αποχώρησα, έχοντας κατακτήσει 3 πρωταθλήματα (1985, 1986, 1987) και 2 κύπελλα Ελλάδας (1985, 1987). Άρχισα ένα δικαστικό αγώνα για να πάρω τα λεφτά μου, γιατί μου είχαν δώσει μία επιταγή που ήταν ακάλυπτη, την οποία πήγα στην τράπεζα και τη σφράγισα. 

Δικαστήρια, Ηλυσιακός, προπονητική και... πολιτική!

Ο δικαστικός αγώνας με τους «κίτρινους» κράτησε 1,5 με δύο χρόνια. «Το δεύτερο χρόνο βγήκε διαταγή πληρωμής. Αλλά τι να έκανα, κατάσχεση από τα γραφεία της ομάδας και να πάρω τις καρέκλες και την μαυρόασπρη τηλεόραση;Και συνέχισα τον αγώνα, με αποτέλεσμα να συμβιβαστώ, να μου δώσουν το δελτίο μου, για να πάω στον Ηλυσιακό και να πάρω αυτά που μου χρωστούσαν από εκεί».

Πήρατε δηλαδή όλο το οφειλόμενο ποσό από εκεί;

Όχι, πήρα τα μισά. Περίπου 2,5 εκατομμύρια

Α1 τότε ο Ηλυσιακός;

Ναι. Με Γκούμα μέσα, Βίδα, Παπαντωνίου, Παπαγεωργίου, Καστρινάκη. Είχαμε πολύ καλούς παίκτες. Αλλά ήμασταν όλοι βετεράνοι...

Πηγή:
cretalive.gr
Το σύνολο του περιεχομένου και των υπηρεσιών του capitano.gr διατίθεται στους επισκέπτες για προσωπική χρήση.
Απαγορεύεται η χρήση ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο, με ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.