Γιώργος Σαμαράς: Από τον ΟΦΗ, στην Ολλανδία
Από τον ΟΦΗ στη Χέρενφεν και από την Κρήτη στην Ολλανδία. Η εξιστόρηση του Γιώργου Σαμαρά.
O Γιώργος Σαμαράς, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, εξιστορεί μέσω του σάιτ athletestories.gr την καριέρα του από τον ΟΦΗ στη Χέρενφεν και πώς έζησε αυτή την εμπειρία.
«Κάποιος, με τα σημερινά δεδομένα, μπορεί να πει ότι ξεκίνησα κάπως… αργά. Στα 10 σου χρόνια όμως δεν είναι ότι οι άλλοι έχουν ήδη μάθει τα μυστικά της μπάλας κι εσύ όχι. Δεν είμαστε σε μια χώρα που, αν ξεκινήσεις νωρίτερα, ξέρεις πιο πολλά από κάποιον που αρχίζει αργότερα. Έτσι κι αλλιώς τα σπορ δεν είναι όπως το σχολείο. Και μιλάμε άλλωστε για μια εποχή που πολλά παιδιά άρχιζαν το ποδόσφαιρο όχι από έξι ή επτά ετών, όπως τώρα, αλλά λίγο πριν από το Γυμνάσιο.
Στον ΟΦΗ
Τα γκρουπ στην ομάδα ήταν χωρισμένα ηλικιακά. Υπήρχαν τρία τμήματα και μέσα στη χρονιά παίξαμε τους πρώτους μας φιλικούς αγώνες. Ήμασταν ένα γκρουπ παιδιών που δεν είχαμε ανταγωνισμό μεταξύ μας, παίζαμε για την ευχαρίστησή μας.
Δεν θα έλεγα ότι ξεχώριζα από τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι, ότι ξεχωρίζω, έπαιζα συνεχώς και παντού κι ένιωθα χαρούμενος, γιατί εκτός από την ομάδα συνέχισα να παίζω στη γειτονιά και το σχολείο με τους φίλους και τους συμμαθητές.
Και είτε έπαιζα συντεταγμένα, με τη φανέλα του ΟΦΗ, είτε στην αλάνα, ποτέ δεν ήμουν εκείνος που πήγαινε να περάσει τους αντιπάλους δέκα-δέκα και να βάλει γκολ. Μ’ άρεσε πάντα η συνεργασία και η ομαδικότητα. Η συνύπαρξη με τους συμπαίκτες μου.
Το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό παιχνίδι. Πάντα υπάρχει μια βάση, είτε πας να παίξεις 5Χ5 και είσαι στην Α’ Δημοτικού είτε πας να παίξεις 11vs11 ως άντρας. Είναι το παιχνίδι τέτοιο, έχει κάποιες αρχές και η ομαδικότητα είναι μια απ’ αυτές.
Χρόνο με τον χρόνο έβλεπα τον εαυτό μου να εξελίσσεται, είναι φυσικό επακόλουθο αυτό. Και πάλι όμως δεν ήταν ότι ξεχώριζα τόσο πολύ από τους υπολοίπους, ίσα-ίσα που και ταλαιπωρήθηκα και δυσκολεύτηκα.
Μέσα σε ένα καλοκαίρι στην εφηβεία πήρα πάνω από 20 πόντους ύψος. Από το 1.64-1.65 ξεπέρασα το 1.85 κι είχα αρκετά προβλήματα με το σώμα μου. Δεν ήταν εύκολο να προσαρμοστώ, να μπορώ να ελέγξω τα χέρια και τα πόδια μου, να έχω τη σωστή τεχνική. Μου πήρε πάνω από έξι μήνες να κουμαντάρω το σώμα μου, πέρα από τους έντονους πόνους στα πόδια και τους αστραγάλους. Ήταν μια περίοδος εκείνη που δεν το ευχαριστιόμουν καθόλου. Άσε που στην Ελλάδα υπάρχει και το «ψηλός είσαι εσύ, να πας να παίξεις μπάσκετ».
Ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα…
Όμως το ποδόσφαιρο είναι για όλους. Είτε είσαι ψηλός είτε κοντός, είτε έχεις μυϊκή μάζα είτε όχι, είτε έχεις δυνατά πόδια είτε αδύνατα σαν καλαμάκια, το ποδόσφαιρο είναι για όλους. Οι δύο μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές του κόσμου τα τελευταία 20 χρόνια έχουν εντελώς διαφορετικό σωματότυπο. Ο Ρονάλντο και ο Μέσι είναι το καλύτερο παράδειγμα.
Αυτά τα έξι χρόνια στον ΟΦΗ πέρασα κι από τα κλιμάκια των μικτών ομάδων των Ενώσεων. Ήμουν αρχικά στη μικτή του Δήμου Ηρακλείου, μετά για δύο χρόνια στη μικτή Παίδων της Ένωσης και στο τέλος μάλιστα παίξαμε και στην τελική φάση που έγινε στην Κατερίνη.
Σε όλα αυτά τα χρόνια στην Κρήτη ο Γιάννης δεν μου πέρασε ποτέ ότι κάνω κάτι ξεχωριστό ή ότι είμαι γιός του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην με αντιμετωπίζουν και οι υπόλοιποι διαφορετικά.
Μόνο στο Δημοτικό ίσως λίγο, μικρός βέβαια ακόμη, άκουγα από κάποιους το «ο γιος του Γιάννη» κι αυτό, επειδή είναι μια μικρή πόλη, μια μικρή κοινωνία και τον γνώριζαν όλοι. Τα επόμενα όμως χρόνια στο Αθλητικό Γυμνάσιο Ηρακλείου, το οποίο ήταν ένα σχολείο με λίγα παιδιά, επιλεγμένα από όλα τα αθλήματα, δεν αισθάνθηκα ποτέ κάτι παρόμοιο.
Η ευκαιρία της Ολλανδίας
Τα Χριστούγεννα του 1999, στα 14 μου χρόνια, πηγαίνουμε με τον πατέρα μου διακοπές για λίγες μέρες στο Άρνεμ της Ολλανδία για να δούμε τους φίλους και πρώην συμπαίκτες του στον ΟΦΗ, τον Νίκο Μαχλά και τον Κώστα Χανιωτάκη, οι οποίοι εκείνη την εποχή πρωταγωνιστούν στην ομάδα της πόλης, τη Βίτεσε. Μένουμε ένα δεκαήμερο και σ’ αυτό το διάστημα κάνω κάποιες προπονήσεις. Είμαι σε μια ηλικία που μπορώ να συγκρίνω πώς δουλεύουμε στην Ελλάδα και πώς δουλεύουν στο εξωτερικό. Οι διαφορές είναι όχι η μέρα με τη νύχτα αλλά δύο μέρες με δύο νύχτες!
Μετά από περίπου ενάμιση χρόνο, το καλοκαίρι του 2001, ένας φίλος του πατέρα μου που έμενε και εργαζόταν σε μια τοπική ομάδα στο Έμεν, περίπου 80 χιλιόμετρα από το Χέρενφεϊν, και γνώριζε ανθρώπους της ομάδας τού λέει «φέρε τον μικρό να το ξανακάνει, να ζήσει την εμπειρία, να τον δω κι εγώ». Πράγματι, όπως και στη Βίτεσε, δεν πάω για να μείνω, πάω για να δω. Πάω για την εμπειρία. Ο Γιάννης θέλει να με βάλει απλώς και μόνο σε μια διαδικασία να δω πώς είναι το ποδόσφαιρο στο εξωτερικό και πώς στην Ελλάδα. Τίποτα περισσότερο.
Αυτή τη φορά πήγα μόνος μου, έτσι κι αλλιώς το ταξίδι στο Χέρενφεϊν θα κρατούσε λίγες μέρες μόνο. Μετά το τέλος της πρώτης προπόνησης, πηγαίνω να καθίσω για λίγο σε μια αίθουσα στο γήπεδο, εκεί όπου οι ποδοσφαιριστές της πρώτης ομάδας συγκεντρώνονται πριν τα ματς και συναντούν τις οικογένειές τους μετά από αυτά.
Σε λίγη ώρα με πλησιάζει ο επικεφαλής σκάουτερ της Χέρενφεϊν. Κρατάει ένα μεγάλο φάκελο και το διαβατήριό μου. Μου λέει «θες να μείνεις;». Του απαντάω «ναι, έχω κανονίσει να μείνω ένα δεκαήμερο». Μου λέει «όχι, δεν κατάλαβες. Θέλεις να μείνεις με συμβόλαιο;». «Γιατί όχι; Ναι, μένω» ήταν η απάντησή μου.
Κάναμε εκεί μια πρώτη συζήτηση για περίπου ένα τέταρτο. Μετά παίρνω τηλέφωνο τον πατέρα μου. «Πώς πήγες πρώτη μέρα; Όλα καλά;», με ρώτησε. Του απάντησα καταφατικά και του είπα ότι μου ζήτησαν να μείνω. «Κι εσύ τι απάντησες;», με ρώτησε ο Γιάννης. «Ότι θα μείνω». «Γιώργο, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα», ήταν η απάντησή του. «Μα μου είπαν ότι θα μου δώσουν συμβόλαιο. Εγώ θέλω να μείνω», επέμεινα εγώ.
Επέμενα, γιατί έβλεπα ένα περιβάλλον το οποίο μπορούσες να περιγράψεις με μια λέξη: ποδόσφαιρο. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκα τίποτε άλλο. Ούτε παρέες, ούτε φίλους, ούτε βόλτες, ούτε σχολείο, ούτε καφέδες, ούτε σινεμάδες… τίποτα.
Ειλικρινά, ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα ότι έχω την ευκαιρία να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ούτε πετούσα στα σύννεφα. Ήταν ένα πολύ αγνό συναίσθημα. Έκανα όμως για δεύτερη φορά τη σύγκριση με την Ελλάδα και σκεφτόμουν ότι, εφόσον έχω την ευκαιρία, θέλω να το ζήσω. Με γέμισε όλο το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα. Εκ των υστέρων μπορώ να πω ότι και στα 14 μου, αν με ρωτούσαν «θες να μείνεις στο Άρνεμ;», και τότε «ναι» θα έλεγα!
Τις επόμενες μέρες ήρθε κι ο πατέρας μου στο Χέρενφεϊν, ώστε να προχωρήσουμε τα διαδικαστικά, εφόσον ήμουν ανήλικος. Η ομάδα έδινε συμβόλαιο τριών ετών, ήταν πάγια τακτική αυτό, η υπογραφή δηλαδή επαγγελματικού συμβολαίου για κάθε παιδί που ερχόταν από άλλη χώρα. Η ομάδα δεν είχε ξενώνες όπου έμενες εσώκλειστος. Σου έδινε την επιλογή είτε να είσαι σε διαμέρισμα με τους γονείς σου είτε να μένεις σε σπίτι κάποιας οικογένειας ως φιλοξενούμενος. Το δεύτερο σενάριο η μητέρα μου ούτε που ήθελε να το ακούσει! Ήταν εντελώς αρνητική στο να μεγαλώσω σε ένα ξένο σπίτι με μια ξένη οικογένεια, οπότε η επιλογή ήταν μια.
Αφού ολοκληρώσαμε τη διαδικασία, επέστρεψα στο Ηράκλειο και γύρισα Ολλανδία για μόνιμη εγκατάσταση πια τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου. Στην αρχή έμεινα για ένα μικρό διάστημα μόνος μου σε ξενοδοχείο, μέχρι να ετοιμαστεί το διαμέρισμά μας, όπου θα έμενα με τη μητέρα μου. Εκείνη ήταν που έζησε έναν πραγματικό Γολγοθά, ειδικά το πρώτο διάστημα, καθώς ήταν αναγκασμένη να πηγαινοέρχεται από την Ελλάδα στην Ολλανδία και πάλι πίσω. Λίγους μήνες πριν είχε γεννήσει την αδελφή μου, η οποία ακόμη δεν ήταν ούτε ενός έτους! Με εμένα στο Χέρενφεϊν και ένα μωρό στο Ηράκλειο, μόνο εύκολο δεν ήταν!
«Μorgen vroeg, hoe laat»?
Όχι βέβαια ότι και για μένα ήταν εύκολη η προσαρμογή. Κάθε άλλο. Κάποια πρωινά είχα έξτρα ατομική προπόνηση, έκανα μαθήματα ολλανδικών για να αρχίσω να καταλαβαίνω τη γλώσσα και μετά, μέσω ίντερνετ και σε συνεννόηση με τους καθηγητές μου, παρακολουθούσα τα μαθήματα της Γ’ Λυκείου στο σχολείο μου στο Ηράκλειο για να πάρω το απολυτήριο.
Πολύ δύσκολη γλώσσα τα Ολλανδικά και η αλήθεια είναι ότι ήμουν κι εγώ λίγο αρνητικός στο να τα μάθω! Στην αρχή, υπήρχε ένα παιδί στην ομάδα από την Αμερική, μέσω ανταλλαγής αθλητικών προγραμμάτων, ο Μπράιαν. Μιλούσαμε συνέχεια αγγλικά και είχα βρει την υγεία μου. Επειδή όμως αναγκαστικά έπρεπε να μπορώ να επικοινωνώ, με βοήθησε περισσότερο από τα μαθήματα η καθημερινή τριβή με τη γλώσσα.
Για παράδειγμα, μετά το φαγητό ο προπονητής μού έλεγε «morgen vroeg». Εγώ έλεγα τη φράση συνέχεια από μέσα μου για να την αποστηθίσω, μέχρι να πάω στα αποδυτήρια. Εκεί ρωτούσα τους συμπαίκτες μου τι σημαίνει αυτό. Μου έλεγαν «αύριο πρωί νωρίς». «Ναι, νωρίς, άρα μάλλον θα εννοεί ατομική. Αλλά τι ώρα;», σκεφτόμουν. Ανέβαινα πάλι επάνω στον προπονητή και του έλεγα «Morgen vroeg, hoe laat?», δηλαδή «αύριο πρωί τι ώρα;». Εντάξει, τους αριθμούς τούς είχα μάθει, «acht tot tien», «8 με 10», για παράδειγμα, ή «om negen», «στις 9».
Έτσι άρχισα σιγά-σιγά να μιλάω, να συνεννοούμαι και να καταλαβαίνω. Τουλάχιστον, όπου και να πήγαινα έξω, σε ένα εστιατόριο, καφέ, εμπορικό κέντρο, τράπεζα, οπουδήποτε, όλοι μιλούσαν αγγλικά. Αυτό με ανακούφιζε.
Διαβάστε εδώ τη συνέχεια